βιαστικά

βιαστικά
vite

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βιαστικά — βιαστικός forcible neut nom/voc/acc pl βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc/acc dual βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστικάς — βιαστικά̱ς , βιαστικός forcible fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • ανάρπαγος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν τον άρπαξαν, δεν τον έπιασαν ή δεν μπορούν να τον πιάσουν, άπιαστος, ασύλληπτος 2. αυτός που γίνεται βιαστικά, γρήγορος, απότομος (για κάποιον που τρώει, πίνει κ.λπ. βιαστικά) …   Dictionary of Greek

  • αρπαχτός — ή, ό (AM ἁρπακτός, ή, όν) [αρπάζω] αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος νεοελλ. 1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά 2. επίρρ. αρπαχτά βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα αρχ. ο ριψοκίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • φρου φρου — το, Ν άκλ. 1. ο ήχος που παράγεται από γυναικείο φόρεμα κατά το βάδισμα 2. φαρμπαλάς («πήρε ένα πουκάμισο όλο φρου φρου») 3. (ως επίρρ.) γρήγορα, βιαστικά 4. φρ. α) «όλο φρου φρου και αρώματα είναι» λέγεται για γυναίκα που περιποιείται υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • άναυλος — (I) ἄναυλος, ον (Α) [αυλός] 1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό 2. εκείνος που δεν παίζει αυλό 3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά. (II) η, ο [ναύλος] 1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο 2. αυτός που έφυγε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”